Πόσες φορές δεν έχουμε αναρωτηθεί για το αν έχουμε πάρει τη σωστή απόφαση για το τι θα σπουδάσουμε, τι δουλειά θα κάνουμε, για το αν θα πούμε ναι ή όχι σε μία νέα πρόταση για συνεργασία, για το αν θα πρέπει να πάρουμε το ρίσκο να υλοποιήσουμε μια ιδέα που μας τριβελίζει το μυαλό για καιρό;
Και πόσες φορές, κατόπιν εορτής, κάνοντας την αυτοαξιολόγησή μας, δεν έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πολλές από τις αποφάσεις που έχουμε πάρει τις έχουμε πάρει σχεδόν στα τυφλά. Ή, θα έλεγε κανείς, με βάση τη διαίσθηση.
Είναι γεγονός ότι υπάρχουν πολλά χρήσιμα προηγμένα ψηφιακά εργαλεία που μας δίνουν τη δυνατότητα να συλλέξουμε δεδομένα, να τα αναλύσουμε, να αναπτύξουμε σενάρια και με τη χρήση μαθηματικών τύπων να οδηγηθούμε σε well-informed decisions (τεκμηριωμένες αποφάσεις).
Υπάρχουν και κάποια άλλα εργαλεία, πιο «ανθρώπινα», τα οποία μπορούν να μας υποστηρίξουν στο να παράγουμε ιδέες, ως εναλλακτικές λύσεις για θέματα που μας απασχολούν, να τεστάρουμε αυτές τις ιδέες και τελικά να επιλέξουμε εκείνη την ιδέα που θα μας δώσει μία σίγουρη απάντηση στο πρόβλημά μας. Μεταξύ αυτών το Design Thinking, η μέθοδος του trial and error κ.ά.
Είναι γεγονός ότι δεν έχουμε πάντα την πολυτέλεια να αφιερώσουμε χρόνο στη λήψη αποφάσεων κάνοντας χρήση των προαναφερόμενων εργαλείων – στην agile εποχή που ζούμε μας ζητείται να παίρνουμε αποφάσεις στο λεπτό. Ή δεν έχουμε πάντα τους πόρους για να λειτουργήσουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Και τότε είναι που έχουμε δύο επιλογές. Ή να παραλύσουμε από το φόβο και να αφήσουμε άλλους να αποφασίσουν για εμάς ή να βασιστούμε στη διαίσθησή μας και να ρισκάρουμε.
Η ιστορία αποδεικνύει ότι ακόμα και τα καλύτερα εργαλεία να έχουμε στα χέρια μας και τους απαραίτητους πόρους, ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το αν πήραμε τη σωστή απόφαση. Μόνο το αποτέλεσμα και ο χρόνος μπορεί να μας το δείξει. Και συνήθως, αν μας βγει σε καλό, τότε με απόλυτη σιγουριά δηλώνουμε ότι ξέραμε τι κάναμε, ενώ γνωρίζουμε πολύ καλά, ότι σε έναν μικρό ή και μεγάλο βαθμό βαδίζαμε στα τυφλά. Υποκρινόμαστε δηλαδή ότι είχαμε πλήρη επίγνωση του τι πράτταμε και γιατί, θέλοντας να φανούμε experts, μυαλωμένοι.
Αν δε την πατήσουμε, τότε ψάχνουμε να βρούμε δικαιολογίες για το άσχημο αποτέλεσμα και πολύ συχνά πετάμε το μπαλάκι στους άλλους ή στη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στο εξωτερικό μας περιβάλλον. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει ή διαβάσει για επενδυτές που βασίστηκαν σε αναλύσεις δεδομένων και δεν έβαλαν τα χρήματά στην υλοποίηση μιας ιδέας γιατί οι μαθηματικοί τύποι την έβγαζαν «τρελή», ενώ κάποιοι άλλοι προχώρησαν στη χρηματοδότηση τέτοιων «τρελών» επιχειρηματικών ιδεών, χωρίς καν να μπουν στη διαδικασία να τις τεστάρουν και να δουν ότι πρόκειται για επιχειρηματικές ευκαιρίες και τελικά πέτυχαν.
Σε στιγμές ειλικρίνειας και όταν αποδειχθεί ότι η επιλογή που κάναμε ήταν αποτελεσματική, μπορεί να παραδεχθούμε, ότι την απόφαση την είχαμε πάρει με κάποιον τρόπο που μας είναι άγνωστος, και στη συνέχεια ψάξαμε και βρήκαμε όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία την επιβεβαίωσαν σε έναν μεγάλο βαθμό και έτσι προχωρήσαμε. Σ’ αυτές τις στιγμές της ειλικρίνειας μπορεί να χρησιμοποιήσουμε και την έκφραση: «Βασίστηκα στη διαίσθησή μου».
Το Μοντέλο Dreyfus
Πότε όμως τελικά μπορούμε να βασιστούμε στη διαίσθησή μας και πότε θα πρέπει οπωσδήποτε να κάνουμε χρήση των εργαλείων που υφίστανται και συνεπικουρούν στη λήψη των αποφάσεών μας; Όπως για τα πάντα σ’ αυτή τη Γη, απόλυτη απάντηση δεν υπάρχει.
Όμως, υπάρχει ένα μοντέλο που είναι γνωστό ως «Dreyfus Model of Skill Acquisition», το οποίο αναπτύχθηκε από τους αδερφούς Stuart και Hubert Dreyfus (Scott & Bansal, 2014), (Dreyfus & Dreyfus, 1980) και παραθέτει τα στάδια από τα οποία περνάει ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε διαδικασία απόκτησης μίας νέας ικανότητας/δεξιότητας/γνώσης. Αυτό το μοντέλο μπορεί να ρίξει φως στην ερώτηση που τέθηκε προηγουμένως.
Και τι μας λέει αυτό το μοντέλο;
Όταν λοιπόν είμαστε αρχάριοι ή βρισκόμαστε σε ένα ενδιάμεσο επίπεδο ή ακόμα και όταν έχουμε αποκτήσει επάρκεια σε μία ικανότητα/δεξιότητα, για να πάρουμε μία απόφαση για ένα θέμα που σχετίζεται με το πεδίο της μάθησης βασιζόμαστε πάρα πολύ στις αναλυτικές μας ικανότητες (τρία πρώτα στάδια του μοντέλου). Στη λογική δηλαδή. Καθώς όμως περνούμε στο στάδιο του να γινόμαστε experts και να φτάνουμε στο επίπεδο της μαεστρίας, τότε μπορούμε να βασιστούμε κατά τη λήψη αποφάσεων στη διαίσθησή μας.
Συμπέρασμα
Άρα, όσο καλά κι αν γνωρίζουμε ένα αντικείμενο, ένα πεδίο για το οποίο ή σε σχέση με το οποίο καλούμαστε να πάρουμε μία απόφαση, θα πρέπει πάντα να κάνουμε χρήση των κατάλληλων εργαλείων, ώστε να παίρνουμε τελικά υπολογισμένες αποφάσεις και άρα υπολογισμένα ρίσκα (όπως είπαμε ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε 100% σίγουροι για την ορθότητα της απόφασής μας).
Όμως, όσο περισσότερο πλησιάζουμε στο πραγματικό δυναμικό μας και απομακρυνόμαστε από τη μετριότητα, αποκτούμε το δικαίωμα, θα μπορούσα να πω, να αποφασίζουμε με βάση τη διαίσθησή μας. Να γινόμαστε αποτελεσματικά speed junkies και στο πεδίο των αποφάσεων. Γιατί πολύ απλά, τότε και μόνο τότε οι αποφάσεις μας παίρνονται αυτόματα μεν, θα μπορούσε να πει κανείς, αλλά εντελώς informed, γιατί βασίζονται σε μία εσωτερική και βαθιά γνώση και εμπειρία που δρα τόσο στο υποσυνείδητο όσο και στο συνειδητό.
Ας καλλιεργήσουμε λοιπόν τη διαίσθησή μας μέσα από μία διαδικασία αυτοκαθοδηγούμενης μάθησης, η οποία βασίζεται στη λογική και μετά ας αφεθούμε σ’ αυτήν!
Πηγή: epixeiro.gr