Χτύπημα φοροαποφυγής και αναπλήρωση εσόδων από την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος
Σενάρια αλλαγών στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος ενός εκατομμυρίου φυσικών προσώπων που ασκούν ατομικά επιχειρηματικές δραστηριότητες εξετάζει ήδη η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Βασικός σκοπός είναι να περιοριστούν οι διαρροές στις εισπράξεις φορολογικών εσόδων που θα προκύψουν εξαιτίας της κατάργησης του τέλους επιτηδεύματος, ειδικά από όσους εκ των φορολογουμένων αυτών δηλώνουν ετησίως καθαρά εισοδήματα χαμηλότερα των 10.000 ευρώ και -στη συντριπτική τους πλειονότητα- θεωρούνται από την ηγεσία του υπουργείου ύποπτοι για απόκρυψη εισοδημάτων.
Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, αν και ρωτήθηκε χθες σχετικά με το θέμα αυτό, αρνήθηκε να πει οτιδήποτε,
παραπέμποντας σε μελλοντικές ανακοινώσεις της κυβέρνησης.
Εναλλακτικά σενάρια
Πληροφορίες της «Ν» αναφέρουν, ωστόσο, ότι ήδη στο υπουργείο ερευνούν εναλλακτικά σενάρια αλλαγών στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος των ατομικών επιχειρήσεων και των ελευθέρων επαγγελματιών.
Ένα από τα σενάρια που ήδη επεξεργάζεται η ηγεσία του υπουργείου προβλέπει την αύξηση του ελάχιστου συντελεστή φορολόγησης, ο οποίος ισχύει για ποσά ετησίου εισοδήματος μέχρι 10.000 ευρώ. Ο συντελεστής αυτός εξετάζεται να ανέβει από το 9% στο 15%-20%. Ωστόσο, η πρόσθετη
επιβάρυνση που θα προκύψει από τη μεταβολή αυτή για όσους δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα, μέχρι 10.000 ευρώ, θα εξουδετερωθεί πλήρως ή εν μέρει από τη σταδιακή μείωση και εν τέλει την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος των 400-650 ευρώ, η οποία ήδη έχει ανακοινωθεί από την κυβέρνηση και θα αρχίσει να δρομολογείται από τα επόμενα φορολογικά έτη.
Και μάλιστα εάν ο νέος χαμηλός συντελεστής διαμορφωθεί στο 15%, τότε και πάλι όσοι δηλώνουν μέχρι 10.000 ευρώ ή ακόμη και μέχρι 15.000 ευρώ θα πληρώνουν λιγότερους φόρους, αφού θα έχει καταργηθεί το τέλος επιτηδεύματος.
Σε περίπτωση που ο χαμηλός συντελεστής φθάσει στο 20%,τότε θα προκύψουν αυξήσεις φόρων κυρίως για όσους δηλώνουν πάνω από 5.000 και μέχρι 20.000 ευρώ. Για παράδειγμα, σήμερα ένας αυτοαπασχολούμενος που δηλώνει ετήσιο εισόδημα μόλις 5.000 ευρώ επιβαρύνεται με φόρο εισοδήματος 450 ευρώ (5.000 ευρώ x 9%) και τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ, δηλαδή συνολικά με φόρους 1.100 ευρώ. Η συνολική επιβάρυνση για τον συγκεκριμένο φορολογούμενο φθάνει ήδη στο 22% του ετησίου εισοδήματος (1.100 ευρώ/5.000 ευρώ x 100). Αν ο συντελεστής 9% αυξηθεί στο 15% αλλά καταργηθεί το τέλος επιτηδεύματος, η συνολική του επιβάρυνση θα υποχωρήσει στα 750 ευρώ (5.000 ευρώ x 15%) και θα είναι χαμηλότερη κατά 350 ευρώ από την επιβαλλόμενη σήμερα, ενώ εάν ο συντελεστής 9% αυξηθεί στο 20%, η επιβάρυνσή του θα φθάσει στα 1.000 ευρώ και θα είναι χαμηλότερη κατά 100 ευρώ από αυτήν που του επιβάλλεται σήμερα!
Ένας άλλος αυτοαπασχολούμενος που δηλώνει ετήσιο εισόδημα 10.000 ευρώ επιβαρύνεται σήμερα με φόρο εισοδήματος 900 ευρώ (10.000 ευρώ x 9%) και τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ, δηλαδή συνολικά πληρώνει φόρους 1.550 ευρώ, που αντιστοιχούν στο 15,5% του ετησίου εισοδήματός του.
Με την αύξηση του συντελεστή 9% στο 15%, η συνολική ετήσια επιβάρυνση του εν λόγω φορολογουμένου θα φθάσει στα 1.500 ευρώ, σημειώνοντας μια μικρή μείωση κατά 50 ευρώ ή κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (από 15,5% σε 15%). Αν ο συντελεστής 9% αυξηθεί στο 20%, τότε η συνολική φορολογική επιβάρυνση θα φθάσει τα 2.000 ευρώ και θα είναι υψηλότερη κατά 450 ευρώ από την επιβαλλόμενη σήμερα.
Για υψηλότερα εισοδήματα
Τα σενάρια φορολόγησης των εισοδημάτων των αυτοαπασχολουμένων, τα οποία επεξεργάζεται η ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, προβλέπουν αλλαγές και στους συντελεστές φόρου που επιβάλλονται πάνω από τα επίπεδα ετησίου εισοδήματος των 10.000 ευρώ, δηλαδή για τα μικρομεσαία, τα μεσαία και τα υψηλά εισοδήματα.
Γι’ αυτά τα επίπεδα εισοδημάτων εξετάζονται διάφορα εναλλακτικά σενάρια, που προβλέπουν έναν, δύο ή και τρεις επιπλέον συντελεστές φόρου. Λαμβάνονται υπόψη και τα όσα προτείνει η μελέτη του ΙΟΒΕ και συγκεκριμένα να ισχύσουν ένας ή δύο το πολύ επιπλέον συντελεστές φόρου.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, αν υιοθετηθεί η λύση του ενός ακόμη συντελεστή, αυτός θα πρέπει να ανέρχεται σε 20% ή 25% (ανάλογα με το ύψος του χαμηλού συντελεστή), ενώ εάν υιοθετηθεί η επιλογή των δύο επιπλέον συντελεστών αυτοί θα πρέπει να διαμορφωθούν στα επίπεδα μεταξύ του 20% και του 30% το πολύ, δηλαδή σε επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα από αυτά του 22%-44% που ισχύουν σήμερα.
Ωστόσο, τυχόν τέτοιες τολμηρές παρεμβάσεις, σε συνδυασμό με την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, θα οδηγήσουν σε σημαντικές μειώσεις φορολογικών επιβαρύνσεων για όσους αυτοαπασχολουμένους δηλώνουν πάνω από 20.000 ευρώ, δηλαδή για τα μεσαία και τα υψηλά εισοδήματα, και σε ίδιες περίπου ή αυξημένες επιβαρύνσεις για όσους δηλώνουν από 10.000 έως 20.000 ευρώ, ανάλογα με το ύψος του χαμηλού συντελεστή
(15% ή 20%).
Επιπλέον, τέτοιες ριζικές αλλαγές στην κλίμακα φόρου εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων θα απαιτήσουν την επαναφορά της αυτοτελούς φορολόγησης των εισοδημάτων τους, διότι σήμερα ισχύει ενιαία κλίμακα φορολόγησης για τα εισοδήματα των αυτοαπασχολουμένων, των μισθωτών και των συνταξιούχων. Αλλιώς, οι μεταβολές αυτές θα μεταφερθούν αυτόματα και στην κλίμακα φορολογίας των μισθωτών και των συνταξιούχων, εξέλιξη που θα περιπλέξει ακόμη περισσότερο το όλο εγχείρημα.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τυχόν επιλογή της κυβέρνησης να επαναφέρει και την αυτοτελή φορολόγηση των εισοδημάτων από ατομικώς ασκούμενες επιχειρήσεις ή από ατομικώς ασκούμενα ελευθέρια επαγγέλματα, θα έχει ως συνέπεια τα εισοδήματα αυτά να μη συναθροίζονται και να μη φορολογούνται ενιαία σε μια κλίμακα, μαζί με τυχόν εισοδήματα από μισθούς ή συντάξεις, όπως γίνεται σήμερα.
Από την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου θα ωφεληθούν σημαντικά όσοι αυτοαπασχολούμενοι δηλώνουν ταυτόχρονα και εισοδήματα από μισθούς ή συντάξεις.
Πηγή: www.naftemporiki.gr